ευάγητος

ευάγητος
εὐάγητος, -ον (Α)
(για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» — ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐάγητον — εὐάγητος bright masc/fem acc sg εὐάγητος bright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”